γλυκοαίματος

γλυκοαίματος
γλυκόαιμος, η , ο приятный, привлекательный, которого любят (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γλυκοαίματος" в других словарях:

  • γλυκοαίματος — και γλυκόαιμος, η, ο ευχάριστος, συμπαθητικός, ελκυστικός …   Dictionary of Greek

  • γλυκοαίματος — η, ο μτφ., ο αξιαγάπητος, αυτός που προσελκύει: Είναι γλυκοαίματη και την τσιμπούν συνέχεια τα κουνούπια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»